- μειλιχώδης
- μειλῐχώδης, ες,A gentle,
τὸ μ. Cerc.18.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ μ. Cerc.18.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μειλιχώδης — μειλιχώδης, ῶδες (Α) [μείλιχος] 1. ευγενής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μειλιχῶδες η ευγένεια … Dictionary of Greek
μειλιχῶδες — μειλιχώδης gentle masc/fem voc sg μειλιχώδης gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek